Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Η προβληματική της θρησκείας στον "Αντίχριστο"


Του Κώστα Β.


«Τι είναι καλό; Ό, τι ανυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της δύναμης, τη θέληση για απόκτηση δύναμης, την ίδια τη δύναμη. Τι είναι κακό; Ό,τι γεννιέται από την αδυναμία. Τι είναι ευτυχία; Το αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει -ότι μια αντίσταση εξουδετερώνεται. Όχι ικανοποίηση μʼ ό,τι έχουμε, αλλά περισσότερη δύναμη· όχι ειρήνη εν γένει, αλλά πόλεμο· όχι αρετή, αλλά επιδεξιότητα (αρετή σύμφωνα με το στιλ της Αναγέννησης -virtu-, αρετή ελεύθερη από κάθε υποκρισία σε θέματα ηθικής).
Οι αδύναμοι και οι αποτυχημένοι πρέπει να λείψουν: Είναι η πρώτη αρχή της δικής μας αγάπης για τον άνθρωπο. Και θα τους βοηθήσουμε σʼ αυτό.
Τί είναι πιο θλιβερό από οποιοδήποτε ελάττωμα; Η ενεργός συμπόνοια όλων των αποτυχημένων και των αδύναμων: Ο Χριστιανισμός.
»[1]


Με αυτό το απόσπασμα ο Νίτσε κατακεραυνώνει την ηθική υποκρισία και τον μηδενιστικό κατά την άποψη του Χριστιανισμό.Και υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι΄αυτό.

Πρώτα απ'όλα ο Χριστιανισμός διδάσκει την αυτοταπείνωση,την αυτοτιμωρία και τον ακρωτηριασμό του ελεύθερου πνεύματος με την υπόσχεση μιας αιώνιας μακαριότητας μετά το θάνατο.Αποτέλεσμα αυτών του των διδαχών είναι η αυτολύπηση,η περιφρόνηση κάθε τι επίγειου (ενώ τα πάντα για όλους μας είναι εδώ,στη γη), η καταστολή όλων των ευγενών ενστίκτων του ανθρώπου καθώς και η μομφή σε όσους δεν διάγουν "ενάρετο βίο" ,με τη χριστιανική έννοια της αρετής. Κατ'επέκταση, αισθανόμαστε αδύναμοι μπροστά στο υπερβατικό επέκεινα του Χριστιανισμου και αφήνουμε το υγιές κομμάτι του εγωισμού μας να ψυχορραγεί αβοήθητο, ενώ εμείς λιώνουμε απο αγαλλίαση υπηρετώντας το μεγαλύτερο εγωιστή όλων, το Θεό.

Ενάντια σε αυτή τη μηδενιστική τάση του Χριστιανισμού ο Νίτσε προτάσσει τη θέληση για δύναμη, κύριο χαρακτηριστικό του Υπερανθρώπου του.Γι'αυτό λοιπόν λέει "όχι ειρήνη εν γένει,αλλά πόλεμο" εννοώντας ότι ο αέναος αγώνας για την αυτοβελτίωση και αυτοκυριαρχία,καθώς και για την απόκτηση περισσότερης δύναμης,είναι "πόλεμος" και άρα κάτι ξένο ως προς το ιδεώδες του Χριστιανισμού, το οποίο παράγει μια ιδεολογία αποσόβησης του εαυτού και υποταγής του σε ανώτερες δυνάμεις.

Συνέπεια όλων αυτών είναι να παράγονται άνθρωποι δουλοπρεπείς και αδύναμοι,ανίκανοι να διαχειριστούν τους εαυτούς τους και τα προβλήματά τους,με βλέμμα μονίμως στραμμένο πάνω στον ουρανό και γεμάτοι υπαρξιακή αγωνία να καλούν το Θεό σε βοήθειά τους.Και αυτό τους γεμίζει με μίσος ενάντια σε όλους τους ισχυρούς και δυναμικούς ανθρώπους που δε μοιρολατρούνε και ξέρουν πως είναι ζήτημα δικό τους και όχι του Θεού η αυτοπραγμάτωσή τους και η επικυριαρχία τους πάνω στη ζωή τους.

Η εξάπλωση της ηθικής της δουλοπρέπειας και του οίκτου ανάμεσα στους αδυνάμους έδωσε τη χαριστική βολή σε κάθε τι ευγενές,εύρωστο,υγιές και με προοπτικές να πάει μπροστά.Κι αυτό είναι έκδηλο με την αποσύνθεση του δυτικού πολιτισμού,ενός πολιτισμού που παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και εν τέλει πνέει τα λοίσθια. Ο Νίτσε προέβλεψε τον ύφαλο του μηδένος και προέταξε τον Υπεράνθρωπό του σαν φωτεινό φάρο που θα μας οδηγήσει διαμέσου της κρίσης σε ασφαλές λιμάνι.

Συνοψίζοντας, ο Αντίχριστος -το πρώτο και το τελευταίο βιβλίο της επαναξιολόγησης όλων των αξιών- βάζει στο στόχαστρό του και τελικά καταρρίπτει τις εικοτολογίες περί οίκτου και ηθικής, προτάσοντας τη νιτσεϊκή αρχή της αγάπης προς τον πλησίον.Αυτή είναι: βοήθα τον εαυτό σου για να σε βοηθήσουν και οι άλλοι.Όχι οίκτος αλλά θέληση για δύναμη.Όχι κατηγορική προσταγή αλλά προσωπική προσταγη. Όχι Θεός αλλά άνθρωπος.


[1] Φρειδερίκος Νίτσε, «Αντίχριστος» , αφορισμός 2, Εκδοτική Θεσσαλονίκης

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Βιογραφικό Σημείωμα: Φρειδερίκος Νίτσε




Του Κώστα Β.



"Πρέπει να έχετε μόνο εχθρούς που αξίζει να μισείτε, όχι όμως εχθρούς για να τους περιφρονείτε. Πρέπει να είστε περήφανοι για τους εχθρούς σας: γιατί τότε τα κατορθώματα του εχθρού σας θα είναι και δικά σας."

Friedrich Nietzsche: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (Μέρος πρώτο, Για τον πόλεμο και τους πολεμιστές)


Τα πρώτα χρόνια

                   Ο μεγάλος γερμανός στοχαστής Φρίντριχ Νίτσε-ο φιλόσοφος των όλων και του κανένα-γεννήθηκε στις 15 Οκτωμβρίου 1844, στο Ρέκεν της Σαξονίας. Οι γονείς του ήταν ο Καρλ Λούντβιχ Νίτσε, λουθηρανός πάστορας και πρώην δάσκαλος, και η Φραντσίσκα Αίλερ. Επίσης είχε μια αδερφή, την Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε , και έναν αδερφό, τον Λούντβιχ Ιωσήφ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 2 ετών. Ο πατέρας του πεθαίνει εξαιτίας πτώσης και εγκεφαλικής κάκωσης όταν ο Φρήντριχ ήταν 5 ετών. Τον επόμενο χρόνο η οικογένεια μετακόμισε  στο Νάουμπουργκ. Στο σπίτι ζούσε με τη μητέρα, την αδελφή, τη γιαγιά και δύο θείες του. Στα 14 του παίρνει υποτροφία για το διάσημο Γυμνάσιο Πφόρτα, αυστηρό προτεσταντικό οικοτροφείο υψηλού επιπέδου και τον Οκτώβριο του 1864, σε ηλικία 20 ετών, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για να σπουδάσει θεολογία και φιλολογία. Σύντομα απαρνήθηκε τη πρώτη. Τον επόμενο χρόνο μετακομίζει στη Λειψία, ακολουθώντας τον αγαπημένο του καθηγητή φιλολογίας, Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, ο οποίος είχε δεχτεί θέση στο εκεί πανεπιστήμιο. Στη Λειψία ο Νίτσε έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Άρθουρ Σοπενάουερ, του οποίου ο αθεϊσμός τον επηρέασε βαθιά. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του πρωσικού στρατού στο Νάουμπουργκ, τραυματίστηκε όμως σοβαρά στον θώρακα καθώς ανέβαινε σε άλογο. Συνεπώς, έστρεψε τη προσοχή του ξανά στις σπουδές του, ολοκληρώνοντάς τες και συναντά για πρώτη φορά τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος αποτέλεσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για εκείνον.


Καθηγητής στη Βασιλεία



               Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ήταν μόλις 24 ετών. Πριν μετακομίσει στη Βασιλεία ωστόσο, απαρνήθηκε την Πρωσική του υπηκοότητα και για το υπόλοιπο της ζωής του παρέμεινε επίσημα άπατρις. Παρ' όλα αυτά υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία. Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο. Ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί». Κατ' αυτή τη περίοδο θα γνώριζε και θα γίνονταν φίλος με τον Πάουλ Ρέε, ο οποίος τον ώθησε στο να απορρίψει τον πεσιμισμό των πρώιμων γραπτών του. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το «Δαχτυλίδι», άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Με την έκδοση τού «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο» το 1878, η ρήξη αυτή επισημοποιείται. Το 1879, μετά από επιδείνωση της υγείας του, ο Νίτσε παραιτείται από τη θέση του στη Βασιλεία.


Ανεξάρτητος φιλόσοφος


               Επειδή η υγεία του ήταν σε κακή κατάσταση, ο Νίτσε ταξίδευε συχνά, προς αναζήτηση ενός πιο πρόσφορου κλίματος για την εύθραυστη υγεία του. Έζησε ως το 1889 σαν ανεξάρτητος συγγραφέας σε διάφορες πόλεις. Πέρασε πολλά από τα καλοκαίρια του στο Σιλς Μαρία και πολλούς χειμώνες στις ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο και Ράπαλο και στη Νίκαια της Γαλλίας. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερη παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειας και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης στα οποία υπέκυπτε. Το 1882 δημοσιεύει το πρώτο μέρος τού «Χαρούμενης Επιστήμη». Ενδιαμέσου ασθενείας και μοναξιάς, ο Νίτσε γράφει το 1883 στο Ράπαλο το πρώτο μέρος του «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» και μέχρι το 1885 ολοκληρώνει το έργο του. Ωστόσο δεν γίνεται ευρέως αποδεκτό και το τέταρτο μέρος του τυπώνεται σε μόλις 40 αντίτυπα. Μέχρι το 1888 θα ολοκλήρωνε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων: «Το Λυκόφως των Ειδώλων», «Ο Αντίχριστος», «Ίδε ο άνθρωπος», «Η Γενεαλογία της Ηθικής» και «Νίτσε εναντίον Βάγκνερ».




Τα τελευταία χρόνια


               Τον Ιανουάριο του 1889, ο Νίτσε υπέστη νευρική κατάρρευση ενώ βρισκόταν στο Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Είχε χάσει οριστικά τα λογικά του. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως ο Εσταυρωμένος και άλλοτε ως Διόνυσος. Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν παραλυτική ψυχική διαταραχή. Μετά από 2 χρόνια πήρε εξιτήριο από τη κλινική και αναχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ, όπου και έμεινε υπό τη φροντίδα της μητέρας του μέχρι το θάνατό της, το 1897. Έπειτα έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδερφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία.

Πηγές



3.Τα Νέα Ανακαλύψτε: Νίτσε